«Θα κοιμάσαι με τη γιαγιά», μου έλεγε ο πατέρας μου όταν ήμουν περίπου 4 χρονών. Η γιαγιά Μαρία ζούσε στο διπλανό σπίτι, στην ίδια αυλή με τη δική μας, και πάντα ένιωθα μια ιδιαίτερη αγάπη και προσκόλληση γι’ αυτήν. Ίσως γιατί μοιραζόμασταν το όνομα του αγαπημένου της αδελφού, του Μιχάλη, του οποίου η τραγική απώλεια σημάδεψε βαθιά τη ζωή της.
Η Μαρία γεννήθηκε το 1897 σε ένα ορεινό χωριό της
Σαμψούντας, στον Πόντο, σε μια εποχή όπου οι Έλληνες της περιοχής άρχισαν να
ζουν με τον φόβο του διωγμού. Καθώς τα χρόνια της εφηβείας της συμπίπτουν με
τις τραγικές εξελίξεις της γενοκτονίας των Ποντίων, η οικογένειά της και
ολόκληρα τα χωριά υποφέρουν από μαζικές εξορίες, σφαγές και την καταστροφή της
πολιτιστικής τους κληρονομιάς
Η πορεία της Μαρία συνεχίστηκε μέσα από μία
ατέλειωτη σειρά απωλειών και αγώνων. Από τον πρώτο της γάμο με τον Νικόλα –
έναν αντάρτη που έχασε τη ζωή του όταν κρεμάστηκε από τους νεότουρκους στην
πλατεία του χωριού – έως τον μακρύ και επώδυνο δρόμο της προσφυγιάς, που
ξεκίνησε με τις δύο μικρές κόρες της, μαζί με τους υπόλοιπους Έλληνες του
χωριού. Η διαδρομή ήταν μιας ατέλειωτη
πορεία με τα πόδια μέρα- νύχτα και τη
συνοδεία έφιππων τούρκων που σκότωναν με την παραμικρή αφορμή. Όταν σταματούσαν
να ξεκουραστούν ή να πιούν λίγο νερό, το νερό στα ποτάμια ήταν κόκκινο από το
αίμα των σφαγμένων. Σε εκείνο το ταξίδι, η μικρότερη κόρη της δεν άντεξε τις
κακουχίες και έφυγε από τη ζωή.
Μετά από πολλές ταλαιπωρίες και μήνες πορείας, το
καραβάνι, αποδεκατισμένο, έφτασε στην Άγκυρα πάνω από 400 χιλιόμετρα από τον
τόπο γέννησής της. Εκεί, με τη βοήθεια διεθνών ανθρωπιστικών οργανώσεων, οι
πρόσφυγες ανέβηκαν σε τρένο και οδηγήθηκαν στον Λίβανο και ακολούθως, τους
επιβίβασαν σε πλοίο με το οποίο έφτασαν
στον Πειραιά.
Το χάος στο λιμάνι, με χιλιάδες πρόσφυγες, οδήγησε
τη Μαρία σε ένα νέο ταξίδι προς το άγνωστο. Αναζητούσε τους δικούς της που χάθηκαν στην πορεία, καθώς οι τούρκοι
στρατιώτες τους οδήγησαν σε άλλη διαδρομή. Στον Πειραιά έμαθε πως οι συγγενείς
της οδηγήθηκαν προς την Βόρεια Ελλάδα, στη Θεσσαλονίκη.
Ωστόσο, έχασε και τη δεύτερη κόρη της μές στο
πλήθος και δεν την βρήκε ποτέ.
Μαζί με άλλους ξεκίνησε την πορεία προς την
Θεσσαλονίκη, άλλοτε με τα πόδια και άλλοτε με ότι πρόχειρο μεταφορικό μέσοι
έβρισκαν μια απόσταση περίπου 600 χιλμ.
Στρατοπέδευσε με τους υπόλοιπους σε έναν καταυλισμό στον κάμπο της
Λάρισας, όπου οι πρόσφυγες πολεμούσαν όχι μόνο με την πείνα αλλά και με
επιδημίες όπως η ελονοσία. Εκεί γνώρισε τον Γιώργο, έναν άνδρα που είχε χάσει
τη γυναίκα και τα παιδιά του, και μαζί ξεκίνησαν μια νέα ζωή. Πέρασαν από τη
Θεσσαλονίκη και το Κιλκίς, μέχρι που τελικά εγκαταστάθηκαν στον Κουλούμπαλαρ –
έναν τουρκικό οικισμό που εγκαταλείφθηκε κατά την ανταλλαγή πληθυσμών και που
σήμερα είναι γνωστό ως Πλαγιοχώρι. Εκεί, μαζί με τον Γιώργο, απέκτησαν πέντε
παιδιά: τη Γεθσημανή, τον Αναστάση, τον Γιάννη, τον Δημήτρη και τη Σοφία.
Και ενώ προσπαθούσε να επουλωθούν τα τραύματα,με τη
νέα οικογένειά της, η Μαρία βρέθηκε αντιμέτωπη με νέες περιπέτειες
Το 1940 η Ελλάδα μπήκε στον Β Παγκόσμιο πόλεμο και
το 1941, ο Γιώργος έφυγε από τη ζωή, όχι στη μάχη αλλά από σκωληκοειδίτιδα,
αφήνοντάς την ξανά μόνη μετά τα πέντε παιδιά της, σε νέα μάχη επιβίωσης στη
φρίκη του πολέμου.
Και σαν δεν έφτανε αυτό, αμέσως μετά το τέλος του
πολέμου, η χώρα βυθίστηκε σε νέες περιπέτειες αμέσως μετά το τέλος του
παγκόσμιουπολέμου . Σε μια ακόμα πιο καταστροφική σύγκρουση: τον αδελφοκτόνο
εμφύλιο πόλεμο (1946–1949).
Η τραγική αυτή περίοδος, που είχε ως αποτέλεσμα την
απώλεια πολλών αθώων, άφηνε ανεξίτηλα σημάδια στη ψυχή της χώρας και σε κάθε
οικογένεια.
Η Μαρία, ήδη βαριά πληγωμένη από τα προηγούμενα
τραύματα, βρέθηκε αντιμέτωπη με νέες δοκιμασίες.
Σε αυτή την εποχή βαθιάς διχόνοιας κατά τον εμφύλιο
ο αδελφός της Μιχάλης, το μοναδικό στήριγμα της Μαρίας, κατηγορήθηκε αδικαιολόγητα και από τις δύο
πλευρές, επειδή αρνήθηκε να επιλέξει με ποιους θα πάει. Μια μέρα, ενώ ήταν
καβάλα στο άλογό του, συνελήφθη, βασανίστηκε και τελικά τον σκότωσαν, αφήνοντας
την οικογένεια να βυθιστεί σε νέο απίστευτο πένθος.
Ένα σκοτεινό βράδυ, ενώ βρισκόταν η Μαρία και τα
παιδιά της ήταν για άλλη μια φορά πρόσφυγες σε έναν μικρό κεφαλοχώρι, άκουσε
τον δολοφόνο του αδελφού της να διηγείται λεπτομέρειες για τα βασανιστήρια και
τη σφαγή του. Ο πόνος της ήταν αβάσταχτος, αλλά τον έκρυψε μέσα της, με τον
φόβο μήπως η βία θα είχε θύματα και τα παιδιά της. Εκείνη την περίοδο,
βρισκόταν μόνη της με τέσσερα από τα πέντε παιδιά της – 16, 15, 12 και 10
χρονών – ενώ ο μεγαλύτερος γιος, ο πατέρας μου, μόλις 18, εξαναγκάστηκε να
πολεμήσει σε έναν αδελφοκτόνο πόλεμο.
Όταν τελείωσε ο πόλεμος, σε μια ενστικτώδη,
ασυνείδητη αλλά συμβολική κίνηση πάντρεψε την μία της κόρη, την Γεθσημανή
(Γεύση την αποκαλούσαν) με έναν εθνικιστή και την άλλη, την Σοφία με έναν
κομμουνιστή. Ίσως ασυνείδητα, για να ξορκίσει τον διχασμό, να φέρει ειρήνη, να
βάλει τέλος στα βάσανά της.
Το πρώτο εγγόνι της που γεννήθηκε από τον γάμο του
γιού της Αναστάση, του έδωσε το όνομα του αγαπημένου αδελφού της που έχασε τόσο
άδικα στον αδελφοκτόνο πόλεμο.
Η εποχή μετά τον πόλεμο, ήταν ήρεμη, αλλά η ζωή
πολύ δύσκολη στο χωριό. Οι κάτοικοί του – όλοι πρόσφυγες από τον Πόντο -
προσπαθούσαν να ξαναφτιάξουν τη ζωή τους, με ό,τι τους απέμεινε μετά τον
πόλεμο.
Οι νέοι, άρχισαν να φεύγουν από το χωριό, καθώς η
καλλιέργεια του καπνού και του σιταριού στα λίγα στρέμματα που τους είχε
παραχωρήσει το κράτος, δεν επαρκούσαν για την επιβίωσή τους. Οι περισσότεροι
έφυγαν μετανάστες στα εργοστάσια της Γερμανίας, της Ολλανδίας και της Σουηδίας.
Τα τρία από τα παιδιά της Μαρίας αναγκάστηκαν να
μεταναστεύσουν στη Σουηδία. Ο άλλος γιός έγινε οικοδόμος στη Θεσσαλονίκη και η
παντρεμένη με τον εθνικιστή κόρη, έμενε στο Κιλκίς, όπου ζούσε το δικό της
δράμα. Ο άνδρας της με τον οποίο απέκτησε τέσσερα παιδιά, την κτυπούσε και την
βασάνιζε.
Η Μαρία που
γεννήθηκε σε ένα χωριό της Σαμψούντας του Πόντου, μετά τις συγκλονιστικές
περιπέτειές της προσφυγιάς, βρέθηκε το
1973 και στη Σουηδία, κοντά στα παιδιά της που ζούσαν εκεί...
Η αγωνία της όμως, για την μεγάλη κόρη που υπέφερε
την έφερε πίσω στην Ελλάδα. . Νοίκιασε
ένα σπίτι πολύ κοντά στο δικό της για να την φροντίζει....
Τελικά, το 1981, σε ηλικία 84 ετών, η γιαγιά Μαρία
έφυγε από τη ζωή, αφήνοντας πίσω της μια μαρτυρία γεμάτη βάσανα, αγωνίες και
ατέλειωτη αγάπη – μια ιστορία που δεν ξεχνά ποτέ τα τραγικά γεγονότα της
γενοκτονίας των Ποντίων και του εμφυλίου πολέμου, αλλά και της ανθεκτικότητας
μιας γυναίκας που βρήκε τη δύναμη να συνεχίσει παρά τις αμέτρητες δοκιμασίες
της ζωής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου