Τετάρτη 16 Απριλίου 2025

Το χωριό μου



Αποφάσισα κάποια στιγμή (πως μου ΄ρθε...) να συμπληρώσω στο προφίλ μου κάποια στοιχεία και ο μπαρμπα Φέϊσμπουκ έκανε το θαύμα του.

Εκεί που έγραψα ότι γεννήθηκα στο Πλαγιοχώρι Κιλκίς το 1952, το μετέφρασε ότι μετακόμισα εκεί το 1952... Προφανώς εννοεί ότι μετακόμισα από κάποιο σημείο του Σύμπαντος, μετην βοήθεια του Αναστάση και της Σοφίας, βέβαια... Υπό μία έννοια ίσως να χει και δίκιο...

Πάντως, γήινα μιλώντας, γεννήθηκα στο Πλαγιοχώρι... και στην πρώτη φωτο, εκεί αριστερά, όπου υπάρχει τώρα ένα τσίγκινο παράπηγμα, υπήρχε ένα πλίνθινο σπιτάκι, που ήταν το σπίτι μας... Δίπλα, το... κανονικό σπίτι ήταν το σπίτι της γιαγιάς, φτωχόσπιτο και αυτό τότε, σήμερα ανακαινισμένο...



Στην 1η φωτογραφία είναι το χωριό μου, όπως το αποτυπώνει τοGoogle maps... Τόσο μικρούλι ήταν από την αρχή, όπως σημειώνεται και στην ΒΙΚΙΠΑΔΕΙΑ:


Το Πλαγιοχώρι, επίσημα Πλαγιοχώριον, είναι οικισμός στην Κεντρική Μακεδονία και την Περιφερειακή Ενότητα Κιλκίς.

Το Πλαγιοχώρι βρίσκεται βορειοδυτικά της πόλης του Κιλκίς σε υψόμετρο 360 μέτρων και σε απόσταση περίπου 17 χλμ.[2] Χαρακτηρίζεται ως προσφυγικό χωριό αφού μετά τους Βαλκανικούς πολέμους και την ανταλλαγή πληθυσμών, η Επιτροπή Αποκατάστασης Προσφύγων (ΕΑΠ) εγκατέστησε 23 οικογένειες προσφύγων (62 άτομα) από τον Πόντο.

Η παλιά ονομασία του χωριού, από την εποχή της τουρκοκρατίας, ήταν Κολυμπαλάρ ή Καλύβια και αναφέρεται το 1919 στο ΦΕΚ 48Α-05/03/1919 να προσαρτάται στην τότε κοινότητα Βυρλάν (Αναβρυτού). Μετονομάστηκε σε Πλαγιοχώριον το 1927. Σύμφωνα με το πρόγραμμα Καλλικράτης, μαζί με το Αναβρυτό αποτελούν την τοπική κοινότητα Αναβρυτού που ανήκει στη δημοτική ενότητα Κρουσσών του δήμου Κιλκίς και σύμφωνα με την απογραφή 2011 έχει πληθυσμό 14 μόνιμους κατοίκους.

Ααα!! Αν το βρείτε στο Google maps και πατήσετε στο Playowhorey+Grand+Hotel+Suites, μην εκπλαγείτε. Δεν υπάρχει κανένα πολυτελές ξενοδοχείο. Είναι το σχολείο όπου έμαθα γράμματα. 

Εικόνα που περιέχει εξωτερικός χώρος/ύπαιθρος, δέντρο, ουρανός, σπίτι

Το περιεχόμενο που δημιουργείται από τεχνολογία AI ενδέχεται να είναι εσφαλμένο.

Ήταν ένα μονοτάξιο σχολείο που στις δόξες του, την εποχή μου, είχε 32-34 μαθητές και έναν δάσκαλο. Ο δάσκαλος, κατά κανόνα νέος, έμενε στο δωματιάκι που ήταν και γραφείο του. Ήρωες δάσκαλοι! Μαγείρευαν μόνοι τους ή κάποιες οικογένειες, όσες μπορούσαν, τους έστελναν συχνά από το δικό τους μαγείρεμα... Η δική μας πολύ συχνά μια και είμασταν δίπλα. Κάποια βράδια ερχόταν και σπίτι μας, έτσι για παρέα....

Οι δάσκαλοι έφευγαν για τις πατρίδες τους μόνο Χριστούγεννα, Πάσχα και Καλοκαίρι... Ε και κανένα Σαββατοκύριακο εάν το χωριό τους ήταν κοντά. Γιατί συχνά έρχονταν από μακρινές περιοχές... Και τότε έπρεπε να πάνε με τα πόδια μέχρι το Κιλκίς, διότι δεν υπήρχε άλλη συγκοινωνία...

Τα Σάββατα ήταν κάτι σαν πανηγύρι... Οι μεγάλοι ξύπναγαν πολύ νωρίς για να πάνε στο παζάρι στην πόλη.

Φυσικά με τα πόδια και τα γαϊδουράκια, τα οποία ήταν φορτωμένα με σιτάρι κυρίως, αλλά και αυγά ή αγελαδινό βούτυρο που ετοίμαζαν οι μαμάδες τις προηγούμενες ημέρες... Ήταν τα εφόδια για τα ψώνια... Όταν έφταναν στην πόλη, τους περίμεναν οι πρωτευουσιάνες κυρίες, κυρίως της ... αστικής κοινωνίας- μικροαστικής, μάλλον... και αγόραζαν αυγά και βούτυρο. Το σιτάρι το έπαιρναν οι έμποροι ή ο αλευρόμυλος που υπήρχε στην πόλη Τα χρήματα αυτά ήταν πολύτιμα για να κάνουν τα απαραίτητα ψώνια... Δεν έφταναν όμως για όλα τα ψώνια... Έτσι, ρούχα, παπούτσια, αλλά και λάδι και άλλα προϊόντα των «Εδώδιμων αποικιακών», τα ψώνιζαν βερεσέ... Και ο παντοπώλης, ο υφασματοπώλης και ο υποδηματοποιός τα σημείωναν στα τεφτέρια τους.. Είχε πολλούς τσαγκάρηδες που σου έπαιρναν τα μέτρα και σου ετοίμαζαν τα παπούτσια. Έτσι, είχαμε και μεις τα παιδιά την ευκαιρία να επισκεφτούμε περπατώντας το Κιλκίς για να μας πάρουν... τα μέτρα, Όπως και οι ραφτάδες. Αν και συνήθως ψώμιζαν υφάσματα και τα έφερναν στο χωριό, όπου οι μανάδες έραβαν τα ρούχα της οικογένειας....

Εμείς, ήμασταν τυχεροί, καθώς κάθε Αύγουστο- μόλις τέλειωναν οι δουλειές στο χωριό της- ερχόταν η θεία Σοφία, η αδελφή του πατέρα μου... που ήταν και πολύ καλή μοδίστρα, εκτός των άλλων... Καθόταν μέρες και έραβε ρούχα για όλους μας...

Τα δειλινά του Σαββάτου, εμείς τα παιδιά, περιμέναμε τους γονείς να γυρίσουν από το παζάρι... Τους περιμέναμε, μάλιστα στην είσοδο του χωριού, καθώς ερχόταν φορτωμένοι και αυτοί και τα γαϊδουράκια με τα ψώνια. Αυτό που περιμέναμε με λαχτάρα δεν ήταν καραμέλες ή άλλα γλυκά. Δεν υπήρχαν τέτοιες πολυτέλειες. Περιμέναμε το «αγοραστό ψωμί»! Ήταν ό,τι απέμενα από την φραντζόλα που αγόραζαν από τον φούρνο για το κολατσιό μαζί με καμμιά ντομάτα, καθώς βρισκόταν εκεί από το πρωί... Για μας το «αγοραστό ψωμί», ήταν σαν γλύκισμα!...

Ένα μεγάλο πανηγύρι ήταν και τα... αλώνια, κάθε Αύγουστο. όταν ερχόταν η πατόζα - έτσι την έλεγαν την αλωνιστική μηχανή- για να αλωνίσει τα σιτάρια που μαζεύτηκαν το καλοκαίρι. Η πατόζα δούλευε μέρα νύχτα με βάρδιες για να προλάβει και τ άλλα χωριά. Οι εργάτες κοιμόντουσαν ανάμεσα στις θημωνιές.

Μια χρονιά ο ιδιοκτήτης της πατόζας έφερε μαζί και μία κόρη του, την Αλεξάνδρα για να μαγειρεύει για τους εργάτες, καμμιά δεκαπενταριά... Η Αλεξάνδρα ήταν περίπου 15-16 χρονών και έμενε στο σπίτι της γιαγιάς, όπου ετοίμαζε και το φαγητό. Εγώ ήμουν 8-9. Με έπερνε συχνά μαζί της, κυρίως τα βράδια για να πάμε το φαγητό στους εργάτες... Πολλές φορές με έπαιρνε αγκαλιά και ξαπλώναμε και εμείς ανάμεσα στις θημωνιές και κοιμόμασταν. Φοβόταν μόνη της, μου έλεγε, ανάμεσα σε τόσους άνδρες. Όμορφες αυγουστιάτικες νύχτες που μου χάρισαν τα πρώτα... παιδικά ερωτικά σκιρτήματα στην αγκαλιά της όμορφης Αλεξάνδρας....

Όταν, τελείωνε το αλώνισμα και τα σιτάρια τα έπαιρνε ο Συνεταιρισμός, και πλήρωνε τους αγρότες. Τότε ο πατέρας, όπως και οι υπόλοιποι κατέβαιναν στην πόλη, έπαιρναν σβάρνα τους εμπόρους και ξοφλούσαν τα βερεσέδια... Για όσα έφταναν από τα χρήματα που έπαιρναν σιτάρια. Τα υπόλοιπα, έμεναν για τον Γενάρη- Φλεβάρη, όταν πωλούσαν τον καπνό...

Αλλά σας κούρασα... Για τον καπνό θα σας πω μια άλλη φορά...

Ααα!!! και για τον Μιχαήλαγα που ήταν η βραδινή μας... τηλεόραση τα χειμωνιάτικα βράδια, δίπλα στην σόμπα, με τα απίστευτα παραμύθια που μας έλεγε και μας μάγευε με την αφηγηματική του ικανότητα. Ακόμη θυμάμαι πως η αφήγησή του μετατρεπόταν  σε εικόνες στο παιδικό μυαλό μου… κάτι σαν ταινία… Θυμάμαι ακόμα και τις ιστορίες που αφηγούνταν οι γέροντες και οι γερόντισσες για την χαμένη πατρίδα και την μαρτυρική έξοδό τους από τον Πόντο  για να έρθουν στην Ελλάδα και να ξεκινήσουν την υπόλοιπη ζωή τους... Μισοί, καθώς πολλοί έχασαν στην μεγάλη αυτή πορεία, γονείς, γυναίκες παιδιά και άνδρες..... Και, όμως είχαν το κουράγιο να ξαναρχίσουν από την αρχή



 

 



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου